- ονυχία
- η1. ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονή τής κοίτης τού νυχιού ή τού δέρματος γύρω από το νύχι (α. «υπονύχια ονυχία» — φλεγμονή τής κοίτης τού νυχιούβ. «περιονύχια ονυχία» ή «παρωνυχία» — φλεγμονή τού δέρματος γύρω από το νύχι)2. ζωολ. γένος δεκάποδων κεφαλόποδων μαλακίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. onychia (< όνυχας (Ι)].
Dictionary of Greek. 2013.